- συνέταιροι
- συνέταιροςcompanionmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
ετερόρρυθμος — η, ο (Α ἑτερόρρυθμος, ον και ιων. τ. ἑτερόρρυσμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή διαφορετικό από τον ρυθμό ενός άλλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόσχημος 2. φρ. α) «ετερόρρυθμη εταιρεία»… … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
συντροφιά — η / συντροφιά, ΝΜΑ [σύντροφος] σχέση, συναναστροφή (α. «μού λείπει η συντροφιά της» β. «ἡ πρὸς ἡμᾱς συντροφία», Στράβ.) νεοελλ. 1. όμιλος φίλων, φιλική ομήγυρη, παρέα («και δε θα μέ μακρύνετε από τη συντροφιά σας», Ερωτόκρ.) 2. συνεταιρισμός,… … Dictionary of Greek
Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… … Dictionary of Greek
Βατ, Τζέιμς — (James Watt, Γκρίνοκ, Σκοτία 1736 – Χίθφιλντ, Μπέρμιγχαμ 1819). Σκοτσέζος εφευρέτης, κατασκευαστής της πρώτης ατμομηχανής που λειτούργησε ομαλά και μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί ως παραγωγός κινητήριας δύναμης στη βιομηχανία. Πριν από αυτόν, ο Παπέν … Dictionary of Greek
αλληλέγγυος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που μαζί με άλλον ή άλλους έχει κοινές υποχρεώσεις και ευθύνες: Οι συνέταιροι σε μια επιχείρηση είναι αλληλέγγυοι. 2. το ουδ. ως ουσ., το αλληλέγγυο η αλληλεγγύη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)